Αποτελέσματα μελετών έχουν δείξει ότι ορισμένες περιοχές του αριστερού κόλπου είναι υπεύθυνες για την πυροδότηση της κολπικής μαρμαρυγής καθώς παρουσιάζουν αρρυθμιογόνες εστίες από τις οποίες προέρχονται οι ταχείες ηλεκτρικές εκφορτίσεις που πυροδοτούν την εμφάνιση της κολπικής μαρμαρυγής. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων οι εστίες αυτές εντοπίζονται στις περιοχές που οι πνευμονικές φλέβες εκβάλλουν στον αριστερό κόλπο. Οι πνευμονικές αυτές φλέβες (συνήθως δύο αριστερές και δύο δεξιές) μεταφέρουν οξυγονωμένο αίμα από τους πνεύμονες στον αριστερό κόλπο, το οποίο στη συνέχεια διαμέσου της αριστερής κοιλίας εξωθείται στο υπόλοιπο σώμα. Σκοπός της επέμβασης είναι η δημιουργία βλαβών περιμετρικά γύρω από τις πνευμονικές φλέβες, με στόχο την ηλεκτρική τους απομόνωση (διακοπή της ηλεκτρικής επικοινωνίας) από τον υπόλοιπο αριστερό κόλπο.
Η κατάλυση της κολπικής μαρμαρυγής γίνεται με το βοήθεια καθετήρων που εισάγονται διαμέσου περιφερικών φλεβών και προωθούνται ανώδυνα στην καρδιά. Διαμέσου μίας μικρής οπής που δημιουργείται στο διάφραγμα που διαχωρίζει το δεξιό από τον αριστερό κόλπο εξασφαλίζεται πρόσβαση στον αριστερό κόλπο όπου εντοπίζονται οι πνευμονικές φλέβες και οι εστίες που κατά βάση ευθύνονται για την πρόκληση της κολπικής μαρμαρυγής. Με τη χρήση ενός καθετήρα που εκπέμπει υψίσυχνο ρεύμα δημιουργούνται διαδοχικές βλάβες (καυτηριασμός) με στόχο τη σταδιακή δημιουργία κυκλοτερών βλαβών γύρω από τις πνευμονικές φλέβες (video) και τη διακοπή της ηλεκτρικής επικοινωνίας μεταξύ αριστερού κόλπου και πνευμονικών φλεβών (εικόνα).
Η επέμβαση διαρκεί περίπου 2-3 ώρες. Σε περιπτώσεις ασθενών με εμμένουσα κολπική μαρμαρυγή, η επέμβαση είναι πιο σύνθετη καθώς απαιτείται δημιουργία επιπρόσθετων βλαβών εντός του αριστερού κόλπου και η διάρκεια της επέμβασης μπορεί να παραταθεί.
Στη διάρκεια της επέμβασης ο ασθενής βρίσκεται σε ύπνωση, ενώ για τις παρακεντήσεις των αγγείων χρησιμοποιείται τοπική αναισθησία. Σε ένα ποσοστό ασθενών μπορεί να απαιτηθεί δεύτερη επέμβαση μικρότερης διάρκειας με στόχο τον καυτηριασμό επιπρόσθετων εστιών.
Θα πρέπει να τονισθεί ότι οι τεχνικές και τα μέσα που χρησιμοποιούνται στην κατάλυση της κολπικής μαρμαρυγής εξελίσσονται συνεχώς και οι δυνατότητες βελτιώνονται με την εισαγωγή νέων καθετήρων, θηκαριών και συστημάτων ηλεκτροανατομικής χαρτογράφησης.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι ασθενείς εξέρχονται από το νοσοκομείο την επομένη της επέμβασης.
Video: Τρισδιάστατη απεικόνιση του αριστερού κόλπου και κυκλοτερών βλαβών (κόκκινες βούλες) που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της κατάλυσης γύρω από τις περιοχές που οι πνευμονικές φλέβες εκβάλλουν στον αριστερό κόλπο. Οι κυκλοτερείς βλάβες απομονώνουν ηλεκτρικά τις πνευμονικές φλέβες από τον αριστερό κόλπο.
Κατάλληλοι υποψήφιοι για επέμβαση κατάλυσης είναι οι ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή οι οποίοι παραμένουν συμπτωματικοί παρά τη θεραπεία με ένα ή περισσότερα αντιαρρυθμικά φάρμακα. Επιπλέον, σύμφωνα με τις τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας (2012), η κατάλυση κολπικής μαρμαρυγής μπορεί να εφαρμοσθεί και ως θεραπεία πρώτης γραμμής, ακόμη και πριν την έναρξη αγωγής με αντιαρρυθμικά φάρμακα, ιδιαίτερα σε έντονα συμπτωματικούς ασθενείς, νεαρής ηλικίας με παροξυσμική κολπική μαρμαρυγή.
Ιδανικοί υποψήφιοι θεωρούνται οι ακόλουθοι:
Τέλος, θα πρέπει να τονισθεί ότι η απόφαση για διενέργεια κατάλυσης κολπικής μαρμαρυγής θα πρέπει να εξατομικεύεται και να λαμβάνεται ύστερα από συζήτηση με τον εξειδικευμένο ηλεκτροφυσιολόγο και αφού σταθμιστούν τα αναμενόμενα οφέλη και οι κίνδυνοι.
Αποτελέσματα πολλών μεγάλων μελετών έχουν επιβεβαιώσει ότι η κατάλυση της κολπικής μαρμαρυγής υπερτερεί της συντηρητικής θεραπείας με αντιαρρυθμικά φάρμακα στον έλεγχο των υποτροπών της κολπικής μαρμαρυγής. Μετά από επέμβαση κατάλυσης, περίπου 70% των ασθενών με παροξυσμική κολπική μαρμαρυγή παραμένουν ελεύθεροι υποτροπών.
Η κατάλυση της κολπικής μαρμαρυγής είναι μία σύμπλοκη επέμβαση κατάλυσης και κατά συνέπεια οι κίνδυνοι της επέμβασης είναι υψηλότεροι από τον αντίστοιχο κίνδυνο επεμβάσεων κατάλυσης για άλλες υπερκοιλιακές αρρυθμίες.
Περίπου 2% των ασθενών μπορεί να παρουσιάσουν κάποια επιπλοκή, όπως συλλογή αίματος γύρω από την καρδιά (επιπωματισμός), εγκεφαλικό επεισόδιο, στένωση πνευμονικής φλέβας, λοίμωξη, αιμάτωμα στην περιοχή παρακέντησης των περιφερικών φλεβών-αρτηριών. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων οι επιπλοκές αντιμετωπίζονται μετά από σύντομη παράταση της νοσηλείας του ασθενούς στο νοσοκομείο. Ο κίνδυνος θανάτου υπολογίζεται σε 1 προς 1000.
Αποτελέσματα μελετών έχουν δείξει ότι η συχνότητα εμφάνισης επιπλοκών ελαττώνεται με την αθροιζόμενη εμπειρία, γεγονός που συνηγορεί ότι η επέμβαση θα πρέπει να διενεργείται από εξειδικευμένους ηλεκτροφυσιολόγους με εμπειρία στη συγκεκριμένη επέμβαση. Επίσης, η πιθανότητα επιπλοκών θα πρέπει να αξιολογείται σε συνάρτηση με τον κίνδυνο επιπλοκών των αντιαρρυθμικών φαρμάκων, τα οποία μπορεί να προκαλέσουν μεταξύ άλλων και επικίνδυνες για τη ζωή κοιλιακές ταχυαρρυθμίες (προαρρυθμία).