Η δοκιμασία ανάκλισης είναι μια μη επεμβατική εξέταση που χρησιμοποιείται για τη διερεύνησης της αιτιολογίας συγκοπτικών επεισοδίων. Η εξέταση συνήθως διενεργείται σε ασθενείς χωρίς υποκείμενη καρδιακή πάθηση που παρουσιάζουν υποτροπιάζοντα επεισόδια απώλειας συνείδησης.
Πως γίνεται η εξέταση;
Στη διάρκεια της εξέτασης ο ασθενής ξαπλώνει σε ειδικό κρεβάτι
με υποπόδιο το οποίο έχει τη δυνατότητα αλλαγής της κλίσης του
από οριζόντια σε κατακόρυφη. Το σώμα του ασθενή συγκρατείται με
τη βοήθεια ιμάντων. Στον ασθενή τοποθετείται περιφερική
ενδοφλέβια γραμμή, ώστε να υπάρχει δυνατότητα χορήγησης φαρμάκων
ενδοφλεβίως στη διάρκεια της εξέτασης. Ο ασθενής βρίσκεται υπό
συνεχή παρακολούθηση του καρδιακού ρυθμού και της αρτηριακής
πίεσης. Στη διάρκεια της εξέτασης παραμένει ακίνητος και
καλείται να αναφέρει κάθε σύμπτωμα που ενδεχομένως παρουσιάσει.
Μετά από μία αρχική περίοδο διάρκειας περίπου 15 λεπτών σε ύπτια θέση, η κλίση του κρεβατιού αυξάνεται σε γωνία περίπου 70 μοιρών (σχεδόν κατακόρυφα), προσομοιάζοντας έτσι μία απότομη έγερση από ύπτια σε όρθια θέση. Μετά από παραμονή σε όρθια θέση για διάστημα 20-30 λεπτών, ακολουθεί η χορήγηση φαρμάκου είτε ενδοφλεβίως, είτε σε μορφή sprayκ άτω από τη γλώσσα (φαρμακολογική πρόκληση). Στη διάρκεια της εξέτασης ο ασθενής ενδέχεται να εκδηλώσει ζάλη, ναυτία, εφίδρωση, τάση προς λιποθυμία ή και απώλεια συνείδησης.
Η απάντηση του καρδιαγγειακού συστήματος του ασθενή στην απότομη μεταβολή της θέσης του σώματος (είτε με, είτε χωρίς φαρμακολογική πρόκληση) εκτιμάται με βάση την εμφάνιση συμπτωμάτων (απώλεια συνείδησης), μεταβολών στην αρτηριακή πίεση ή/και στον καρδιακό ρυθμό (βραδυκαρδία ή καρδιακή παύση). Με βάση το είδος της απάντησης τίθεται και η διάγνωση.
Η εξέταση είναι ασφαλής. Στη διάρκεια της εξέτασης ο ασθενής μπορεί να λιποθυμήσει. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ανακτά τις αισθήσεις του άμεσα με την επαναφορά του από κατακόρυφη σε ύπτια θέση, ενώ σπάνια μπορεί να απαιτηθεί χορήγηση ενδοφλέβιου φαρμάκου για αύξηση της καρδιακής συχνότητα και της αρτηριακής πίεσης.