Κοιλιακή ταχυκαρδία ονομάζεται μία ταχυκαρδία που προέρχεται από τη δεξιά ή την αριστερή κοιλία, δηλαδή τις κατώτερες κοιλότητες της καρδιάς που είναι υπεύθυνες για την εξώθηση του αίματος προς το υπόλοιπο σώμα.
Κοιλιακή ταχυκαρδία μπορεί να παρουσιασθεί σε άτομα χωρίς υποκείμενη καρδιακή πάθηση (ιδιοπαθής κοιλιακή ταχυκαρδία), αλλά και σε άτομα με συνοδό καρδιοπάθεια, συνήθως στεφανιαία νόσο ή μυοκαρδιοπάθεια.
Η συμπτωματολογία που μπορεί να παρουσιάσει ένας ασθενής με κοιλιακή ταχυκαρδία εξαρτάται κυρίως από το: (α) πόσο γρήγορη είναι η ταχυκαρδία (συχνότητα) και (β) εάν οι ασθενείς έχουν υποκείμενη καρδιοπάθεια ή όχι.
Εάν η ταχυκαρδία είναι γρήγορη και ιδίως σε ασθενείς με συνοδό υποκείμενη καρδιακή πάθηση (π.χ. στεφανιαία νόσο, παλαιό έμφραγμα μυοκαρδίου, μυοκαρδιοπάθεια ή καρδιακή ανεπάρκεια), ο ασθενής συνήθως παρουσιάζει αίσθημα παλμών, δύσπνοια, πόνο στο θώρακα, ζάλη. Επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατό να παρουσιασθεί απώλεια συνείδησης, καρδιακή ανακοπή και αιφνίδιος θάνατος.
Η αντιμετώπιση ασθενών με κοιλιακή ταχυκαρδία εξαρτάται κυρίως από την παρουσία ή όχι υποκείμενης καρδιοπάθειας.
Α. Σε ασθενείς χωρίς υποκείμενη καρδιοπάθεια οι θεραπευτικές επιλογές είναι αντιαρρυθμικά φάρμακα ή κατάλυση (καυτηριασμός). Σκοπός της κατάλυσης είναι η ανεύρεση της εστίας προέλευσης της ταχυκαρδίας στη δεξιά ή την αριστερή κοιλία και ο καυτηριασμός αυτής, ώστε να εξαλειφθεί η πιθανότητα υποτροπής των επεισοδίων.
Β. Σε ασθενείς με απειλητική για τη ζωή κοιλιακή ταχυκαρδία και υποκείμενη καρδιακή πάθηση (παλαιό έμφραγμα μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια, μυοκαρδιοπάθεια), η θεραπεία εκλογής είναι η εμφύτευση απινιδωτή. Ο απινιδωτής τερματίζει με αποτελεσματικότητα τα επεισόδια κοιλιακής ταχυκαρδίας, χωρίς όμως να θεραπεύει τις αρρυθμίες ή να προλαμβάνει την εμφάνιση υποτροπών στο μέλλον. Σε ασθενείς με απινιδωτή οι οποίοι παρουσιάζουν συχνά επεισόδια κοιλιακής ταχυκαρδίας παρά τη θεραπεία με αντιαρρυθμικά φάρμακα, έχει θέση η διενέργεια κατάλυσης για την πρόληψη των υποτροπών κοιλιακής ταχυκαρδίας.