Η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη είναι μία επεμβατική διαγνωστική εξέταση η οποία διενεργείται συνήθως στο πλαίσιο διερεύνησης ασθενών οι οποίοι αναφέρουν επεισόδια ταχυαρρυθμίας ή συγκοπτικά επεισόδια.
Η εξέταση γίνεται στο ηλεκτροφυσιολογικό εργαστήριο με τον ασθενή σε ύπτια θέση. Μετά από καθαρισμό των μηροβουβωνικών πτυχών (άνω τμήμα της εσωτερικής επιφάνειας των μηρών), η περιοχή καλύπτεται με αποστειρωμένο κάλυμμα για την αποφυγή λοιμώξεων. Μετά από τοπική αναισθησία στην περιοχή, σε επιφάνεια περίπου 2 τετραγωνικών εκατοστών, τοποθετούνται πλαστικοί σωλήνες (θηκάρια) διαμέσου των οποίων ειδικοί λεπτοί καθετήρες προωθούνται στην καρδιά. Η μετακίνηση των καθετήρων και η τοποθέτησή τους σε ειδικά σημεία στην καρδιά ελέγχεται με ακτινοσκόπηση και είναι ανώδυνη. Στην άκρη των καθετήρων αυτών υπάρχουν ηλεκτρόδια με τα οποία γίνεται η καταγραφή της ηλεκτρικής δραστηριότητας της καρδιάς. Επιπλέον, μέσω των ηλεκτροδίων είναι δυνατή η ηλεκτρική διέγερση της καρδιάς με στόχο τη μελέτη του ηλεκτρικού συστήματος της καρδιάς αλλά και την προσπάθεια πρόκλησης ταχυαρρυθμιών οι οποίες ενδεχομένως ευθύνονται για τα συμπτώματα του ασθενή.
Σε περίπτωση πρόκλησης ταχυαρρυθμίας, ταυτοποιείται ο μηχανισμός της ώστε να τεθεί η διάγνωση του τύπου της αρρυθμίας και στη συνέχεια να διερευνηθεί η δυνατότητα μόνιμης θεραπείας με καυτηριασμό (ablation). Επί της ταχυαρρυθμίας, ο ασθενής μπορεί να παρουσιάσει συμπτώματα όπως ζάλη, δυσφορία, αίσθημα φτερουγίσματος και σπάνια απώλεια συνείδησης, χωρίς όμως κίνδυνο, λόγω της δυνατότητας άμεσου τερματισμού της αρρυθμίας είτε με βηματοδότηση είτε με ηλεκτρική ανάταξη.
Η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη έχει επίσης αξία στη διερεύνηση του αρρυθμικού κινδύνου ασθενών με υποκείμενη καρδιακή πάθηση. Οι ασθενείς υψηλού κινδύνου είναι κατάλληλοι υποψήφιοι για εμφύτευση απινιδωτή.
Σπανιότερα, η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη διενεργείται για τον έλεγχο ασθενών με βραδυαρρυθμίες. Στις περιπτώσεις αυτές ελέγχεται με ειδικές δοκιμασίες η λειτουργία του φυσιολογικού βηματοδότη της καρδιάς (φλεβόκομβος) και η δυνατότητα του κολποκοιλιακού κόμβου να μεταφέρει ερεθίσματα από τους κόλπους στις κοιλίες.