Η δοκιμασία κόπωσης είναι μία μη- επεμβατική εξέταση η οποία αποσκοπεί στην εκτίμηση της απάντησης του ασθενή στην κόπωση υπό συνεχή ηλεκτροκαρδιογραφική παρακολούθηση.
Πως γίνεται η εξέταση;
Η εξειδικευμένη νοσηλεύτρια τοποθετεί αυτοκόλλητα (συνήθως 10)
σε κατάλληλες θέσεις στον κορμό, στο θώρακα και στους ώμους του
ασθενή. Στα αυτοκόλλητα αυτά συνδέονται ηλεκτρόδια για την
ηλεκτροκαρδιογραφική παρακολούθηση του ασθενή στη διάρκεια της
εξέτασης. Ο ασθενής θα πρέπει να είναι νηστικός για τουλάχιστον
3 ώρες. Η διακοπή ή όχι της φαρμακευτικής αγωγής του ασθενή πριν
την εξέταση γίνεται κατά περίπτωση κατόπιν συνεννόησης με το
θεράποντα ιατρό.
Στην εξέταση ο ασθενής καλείται να περπατήσει σε κυλιόμενο τάπητα του οποίου η ταχύτητα και η κλίση αυξάνονται προοδευτικά κατά στάδια. Στη διάρκεια της άσκησης καταγράφεται σε ειδικό υπολογιστή το ηλεκτροκαρδιογράφημα του ασθενή και εκτυπώνονται περιοδικά καταγραφές, ενώ ανά διαστήματα γίνεται και μέτρηση της αρτηριακής πίεσης. Η άσκηση συνεχίζεται μέχρι την εμφάνιση συμπτωμάτων ή συγκεκριμένων παθολογικών ευρημάτων στο ηλεκτροκαρδιογράφημα ή μέχρι την επίτευξη επαρκώς υψηλής καρδιακής συχνότητας ώστε να θεωρηθεί ότι ο ασθενής υπεβλήθη σε μέγιστη κόπωση. Μετά την ολοκλήρωση της άσκησης ο ασθενής παραμένει σε ύπτια θέση για διάστημα 10-15 λεπτών υπό ηλεκτροκαρδιογραφική παρακολούθηση. Η συνολική διάρκεια της εξέτασης είναι περίπου 30 λεπτά.
Η δοκιμασία κόπωσης διενεργείται κυρίως σε ασθενείς με υποψία στεφανιαίας νόσου. Επιπλέον είναι χρήσιμη και σε ασθενείς με αναφερόμενο αίσθημα παλμών ή συγκοπτικά επεισόδια για να εκτιμηθεί η ενδεχόμενη εμφάνιση διαταραχών του καρδιακού ρυθμού κατά την κόπωση.
Η εξέταση είναι γενικά ασφαλής. Η πιθανότητα εμφάνισης επιπλοκής στη διάρκεια της εξέτασης είναι μικρότερη από 1 στις 2500.